γυρολόγος

γυρολόγος
ο
πλανόδιος μικρέμπορος, πραματευτής: Αγόρασα μια κολόνια απ' το γυρολόγο.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • γυρολόγος — ο πλανόδιος μικρέμπορος. [ΕΤΥΜΟΛ. γύρος + λόγος < λόγος < λέγω «συλλέγω» (πρβλ. καπνολόγος)] …   Dictionary of Greek

  • γυρολογώ — ( άω) [γυρολόγος] 1. περιφέρομαι 2. είμαι γυρολόγος …   Dictionary of Greek

  • -λόγος — (AM λόγος) β συνθετικό πολλών παροξύτονων ονομάτων και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που δηλώνουν αυτόν που λέει ό,τι δηλώνει το α συνθετικό (αισχρολόγος «αυτός που μιλάει αισχρά», ευφυολόγος «αυτός που λέει έξυπνα αστεία») ή αυτόν που …   Dictionary of Greek

  • γύρος — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 360 μ., 18 κάτ.) του νομού Δράμας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Νικηφόρου. 2. Οικισμός (46 κάτ.) του νομού Ηλείας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αρχαίας Ολυμπίας. * * * ο (Α γῡρος, Μ γύρος) 1 …   Dictionary of Greek

  • κατσάνος — ο πλανόδιος έμπορος, γυρολόγος, πραματευτής …   Dictionary of Greek

  • μικρέμπορος — και μικρέμπορας, ο (Α μικρέμπορος) 1. μικρός έμπορος, έμπορος με μικρή επιχείρηση,που εργάζεται με μικρά κεφάλαια 2. έμπορος ψιλικών, ψιλικατζής, λειανοπωλητής, γυρολόγος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μικρ(ο) * + έμπορος] …   Dictionary of Greek

  • πραματευτής — ο γυρολόγος έμπορος υφασμάτων και άλλων ειδών: Σύρε ταχιά στην Ώρια σπηλιά πραματευτή, με τα ώρια μάτια (Γρυπάρης) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”